γερμανίζω

γερμανίζω
1. διάκειμαι φιλικά προς τους Γερμανούς
2. μιμούμαι τους Γερμανούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γερμανίζω — μιμούμαι τους Γερμανούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”